ἄνησσον

ἄνησσον
ἄνησσον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνήσσου — ἄνησσον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνήσσῳ — ἄνησσον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνησον — ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM) το φυτό γλυκάνισο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον* καί τους συναφείς του τύπους πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • άννησον — (κ. άνησσον), το (Α) βλ. άνησον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”